υποπαραιτούμαι

υποπαραιτούμαι
-έομαι, Α
(αποθ.)
1. προβάλλω δικαιολογίες, απολογούμαι
2. αποφεύγω να πω την αλήθεια ή απαντώ με υπεκφυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + παραιτοῦμαι «παρακαλώ, ικετεύω, ζητώ συγγνώμη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποπαραίτησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑποπαραιτοῡμαι] δικαιολογία …   Dictionary of Greek

  • υποπαραιτία — ή ὑποπαρετία, ἡ, Α [ὑποπαραιτοῡμαι] πιθ. άρνηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”